αμπώχνω
Смотреть что такое "αμπώχνω" в других словарях:
αμπώχνω — βλ. αμπώθω … Dictionary of Greek
αμπώθω — (Μ ἀμπώθω) και αμπώνω καί αμπώχνω 1. απωθώ, σπρώχνω 2. παρακινώ, παρορμώ 3. παρασύρω 4. αποκρούω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. ἀμπώθω < αρχ. ἀπωθῶ με ανάπτυξη τού έρρ. μ και με αναβιβασμό τού τόνου κατά τα βαρύτονα, γιατί ο αόριστος του (ἄπωσα <… … Dictionary of Greek
αμπωχτήρας — ο [αμπώχνω] κοντάρι με το οποίο σπρώχνουν μια βάρκα στα αβαθή μέρη τής θάλασσας … Dictionary of Greek
αμπωχτής — ο [αμπώχνω] αυτός που σπρώχνει κάτι … Dictionary of Greek
αμπώθω — και αμπώχνω και αμπώνω αόρ. άμπωσα και άμπωξα, απωθώ, σπρώχνω κάποιον: Αμπώχνοντας αμπώχνοντας ο σκαντζόχοιρος έδιωξε το λαγό από τη φωλιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)